Σάββατο, 25 Νοεμβρίου 2017 14:03

"FON ALEKOS" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΖΜΑΝΗ

Ξεριζώθηκε από το ορεινό χωριο του την Νικόπολη, με τον εμφύλιο, και ήλθε με την φτωχή την οικογένεια του , στον Λαγκαδα.
Ήταν χαμογελαστός πάντα, αλλά δραστήριος και πανέξυπνος, μέχρι τα βαθιά, γεράματα του , ειχε τρία παιδιά. Τον Δημήτρη ,την Σούλα , και τον Γιάννη.
Ο μπάρμπα Αλέκος έκτισε, με καλαμωτές και λάσπη , διπλα στις στρατώνες, ένα μικρό σπίτι , και στέγασε την οικογένεια του, δεν ήταν τυχαίο , γιατί, είχε κάνει τα σχεδία του, πως θα ζήσει την οικογένεια του.
Έκανε πρώτα , ένα δωμάτιο και κουζίνα, και ένα WC , στην αυλη.
Σε λίγο καιρό έκανε, διπλα στην κουζίνα , και μια μεγάλη αποθήκη, με παράθυρα, ήταν η αρχή , της καριέρας του ταβερνιάρη.
Άρχισε να δίνει , στο σκοπό, της εισόδου του στρατοπέδου, κανένα σάντουιτς, και ομελέτα, με φρέσκα αυγά ,που έφερνε από το χωριο του, την Νικοπολη,και σιγά- σιγά τον έμαθαν όλοι οι φαντάροι του τάγματος
Μέσα σε λίγο καιρό ο μπάρμπα Αλέκος , έκανε την αποθήκη ένα ωραίο καφενείο, και με την καλή του την καρδια και το χαμόγελο του, τα χρυσά του δόντια, και την άσπρη καθαρή ποδιά του, έκανε πελάτες όλους τους φαντάρους του 565 ΤΑΓΜΑΤΟΣ ΠΕΖΙΚΟΥ.
Η φήμη της καλής και φτηνής ταβέρνας άρχισε να μαθαίνετε και στον Λαγκαδα .
Έτσι ο μπάρμπα Αλεκος,μεγαλωσε, και το προσωπικό της ταβέρνας ,που εκτός από την γυναίκα του, την κυρά ΕΛΕΝΗ που ήταν ευγενική , και αρίστη μαγείρισσα, βοηθούσαν ,και τα τρία παιδιά του, και ο αδελφός, της γυναίκας του, ο Χάρης.
Καλοσυνάτος και εύστροφος όπως ήταν, έκανε στην αυλη, και τσιμεντένια, στρογγυλή πίστα, για να χορεύουν οι φανταροι,αφου πιο μπροστα είχε αγοράσει ένα γραμμόφωνο και λίγους μικρούς δίσκους με λαϊκά τραγούδια όπως ,
Συννεφιασμένη Κυριακή, μοιάζεις με την καρδια μου που έχει πάντα συννεφιά, Χριστέ και Παναγιά μου.
Το φανταράκι, απόψε πάλι έχει μεράκι και τάχει ποιοι, γιατι έχει φύγει μακριά στα ξένα, και το κορίτσι του ανησυχεί.
Πέφτουν, οι σφαίρες σαν το χαλάζι , και ακουμπισμένος σένα δενδρι , ο τραυματίας αναστενάζει, και την μανούλα του ζηταει για να δει.
Αντιλαλούν τα βουνά, σαν κλαίω εγώ τα δειλινά ,και αλλά τραγούδια της κοντινής , μετεμφυλιακής εποχης,όπως,
Νύχτωσε,χωρίς φεγγαρι, το σκοτάδι είναι βαθύ, κι’όμως ένα παλληκάρι, δεν μπορεί να κοιμηθει.
Τσιγγάνες, σεις που ξέρετε της τύχης τα γραμμένα, πάρτε και ρίξτε τα χαρτιά, και πέστε μου, και μένα, ο καλος μου, θα γυρίσει, η με έχει λησμονήσει.
Ότι, κι’αν έχεις στην καρδια, να μου το πεις μικρό μου,αντι να καθεσαι να κλαις, παραπονιάρικα μου.
Τραγούδια,ερωτικα, πικραμένα, νοσταλγικά, αποχωρισμου,που κάθε νέος της εποχής, χόρευε, και τραγουδούσε, ανάλογα με τον πόνο, και τα βάσανα που κουβαλούσε στην ψυχή του.
Πέρασαν τα χρονια, η ταβέρνα μεγάλωνε, άρχισαν να έρχονται στην ταβέρνα και η γενιά μου, των φτωχών φοιτητών της δεκαετίας,του εξήντα.
Ο μπάρμπα Αλέκος μας καλωσόριζε πάντα , με το χαμόγελο, και έλεγε [καλός τα, τα παιδιά.] στο τέλος μας έκαμνε, και ευκολίες πληρωμής [βερεσέ] και έγραφε στο τεφτέρι του [οι λεβεντες].
Οι λεβέντες, ήμασταν φίλοι, του γιου του, Δημήτρη, και μετά,Γεωπονου, ο Νίκος Παιδιατρος, γιος μπαξεβάνη, ο ΘόδωροςΓυναικολογος, γιος γεωργού,ο ΤάσοςΟδοντιατρος, γιος μπαξεβάνη, ο, Θανάσης ορφανόςΚαπετανιος στα πλοια, ο Βασίλης Πολιτικος Μηχανικός,γιοςμπακάλη, ο ΛεύθερηςΦοιτητης Ιατρικης Δ/της ΕΤΕ, ορφανός , ο Aποστολης Τοπογραφος γιος φτωχού υπάλληλου, ο Ντίνος,Δ/της ΑΤΕ, με την κιθάρα του ,γιος περιπτερά, ο Γιώργος Υπ/της ΑΤΕ,γιος καροποιού ,ο Τάκης ΚαθηγητηςΓεν,Δ/της, Μεσης,Εκ/σης γιος κουρέα, όλοι καλοι φίλοι.
Δεν μας έφταναν, πολλές φόρες τα λεφτά και ο μπάρμπα Αλέκος μας έκαμνε πίστωση , δεν ήμασταν μπαταξήδες και τα πληρώναμε, όταν πηγαίναμε την επόμενη φορά. Μας αγαπούσε όλους σαν παιδιά του, μέχρι τα βαθιά γεράματα του .
Κάποτε, το στρατόπεδο, που ήταν διπλα στην ταβέρνα έφυγε, από το Λαγκαδα. Τα οικονομικά της οικογενείας λιγόστεψαν, τα παιδιά είχαν έξοδα, και ο μπάρμπα Αλέκος στα πένητα του, πήρε τον δρόμο, μιας δεύτερης ξενιτιάς , στην μακρινή την Γερμάνια.
Πήρε ο τολμηρός, και ευλογημένος, μπάρμπα Αλέκος, την γυναίκα του, τον γιο του τον Γιάννη. και την κόρη του την Σούλα, μικρά παιδιά τότε μαζί του , και έμεινε ο Δημήτρης , στην Θεσ/νικη γιατι ήταν φοιτητής Γεωπονικης.
Με τον Δημήτρη ήμασταν καρδιακοί φίλοι, και στην Θεσ/νίκη μέναμε στην ιδια γειτονιά, εγώ στην Ιωαννίνων 1 και αυτός στην Κιλκισιου 19,[σε ένα μικρό διαμέρισμα, που το αγόρασε ο μπάρμπα Αλέκος, όταν πήγε στην Γερμάνια ] κοντά, στην Ευζώνων. Τα Καλοκαιρια, τα βράδια ερχόταν , στο σπίτι, που έμενα, με τον φίλο μου , Βασίλη, και λέγαμε τα βάσανα μας , ακούγαμε και από το εξοχικό κέντρο Αρζεντινα που ήταν κοντά τότε, γιατι δεν είχε ακομη πολυκατοικίες , να τραγουδούν [άσπρες κορδέλες τα κορίτσια φορανε, και τα’αγορια κοιτανε,που ξυπνάμε νωρις].
Ομορφα χρονια, παιδικα όνειρα, που μερικά εγιναν, και αλλα εσβησαν, κι’έφυγαν σαν τα χελιδόνια.
Ο Δημήτρης τότε έκαμνε αιτήσεις στην Δωδεκανήσου 12 [Μεγαρο Μαριανα ακόμη και σημερα] στο βαρδάρη , είχε ένα ΙΚΑ στον τρίτο όροφο, για διοικητικά θέματα .
Μια μέρα με είδε πολύ ,στενοχωρημένο, γιατί δεν είχα να πληρώσω, το νοίκι του σπιτιού, αν και με βοηθούσε ο αγαπημένος θειος μου , ΓΙΑΝΝΗΣ, αδελφός της μάνας μου.
Με πρότεινε ο Δημήτρης να μοιραστούμε, μαζί, τους πελάτες της πόρτας ,του ΙΚΑ . Έδειξε την αγάπη του, και τον ευχαριστώ, και πάλι μετά από τόσα χρονιά .
Έτσι, άρχισα να κάνω , και εγώ αιτήσεις στηνΔωδεκανήσου 12, και να τρώμε μαζί , με τον Δημήτρη, στον Σωτήρη, που είχε το εστιατόριο, [ Τα θύματα], που ήταν στην Άγια Τριάδα.
Μετά από ένα χρόνο , εγώ νοίκιασα, ένα περιπτερο,μπροστα στην Μεριμνα του Παιδιου ,[ Βασιλ,Σοφιας τότε, και Εθνικής Άμυνας σήμερα] , και άφησα τον Δημήτρη μόνο του , στην πόρτα του ΙΚΑ.
Ο μπάρμπα Αλέκος, ήλθε μια μέρα από την Γερμανια, φορουσε, ένα μπομπέ με φτερό , με συνάντησε στο περίπτερο,και μου είπε, Νικο, θα παντρέψουμε τον Δημήτρη και την Καίτη, ας είναι και οι δυο φοιτητές, θα μείνουν μαζί τα παιδιά στο διαμέρισμα, της Κιλκισιου.
Χάρηκα για την απόφαση του λεβέντη, πάντα, μπάρμπα Αλέκου και από τότε τον προσφωνούσα με σεβασμο, FON ALEKO. Έγινε ο γάμος, και το γλέντι το έκανε ο FON στο παλιό καφενείο του, στον Λαγκαδα.
Στην Θεσ/νίκη συνήθως βρισκόμασταν σε ένα ραφείο φοιτητών, του Γιώργου Λουκουμιτη, Δ .Γούναρη κοντά στην Καμαρα,o Γιώργος μαζί με την γυναίκα του την Νίκη, καλοι μας φίλοι, δουλευαν στο ραφείο από νύχτα σε νύχτα αλλά οι δουλειες, δεν πήγαιναν καλά και μετά τον γάμο, του Δημήτρη, μετανάστευσαν, στην Αμερική.Την μετακόμιση του ραφείου, μαζί με άλλους φίλους την κάναμε,μια νύχτα από την Γουναρη, αφού ο Γιωργος και η Νίκη ειχανε φθασει, στην Αμερική.
Περαστικοι ρωτουσαν,που πάει, το κατάστημα, και εμείς τους λέγαμε, στην Τσιμισκη, γιατί εκεί, έχει πιο καλή πιάτσα, από την Γουναρη, που είχε φτωχούς φοιτητές.
Βεβαια τα υφάσματα, τα πουκαμισα,τις γραβάτες, και όλο το εμπόρευμα, δεν πήγαν στη Τσιμισκη,αλλά πήγαν στο σπίτι, της Νίκης, στην Θάσο.
Μετά από δέκα πέντε χρονια σκληρής δουλειας στην Αμερική ,[όχι σε πιάτσα φοιτητών]και αφού, έκανε μια ιδιοκτητη οικοδομή, στην Θεσσαλονίκη, ο φίλος μας Γιωργης ,γύρισε με την γυναίκα του και τα δυο παιδιά του. Οταν βρεθήκαμε κάποτε στην Θάσο, στο σπίτι της Νικης,μετα την επιστροφή τους, από την Αμερική, ο Γιωργος μου έδειξε, ότι έμεινε από το εμπόρευμα του μαγαζιού,[υφάσματα ,γραβάτες ,και πουκάμισα], δεν πουληθήκαν,Νικο ,μετά από δέκα πέντε χρονιά] γελάσαμε και θυμηθήκαμε τα φτωχά νιάτα μας .
Στο ραφείο, που μαζευόμασταν, όλοι, άφραγκοι, φοιτητές,ερχοταν και ένας φίλος,και χωριανός του Γιωργη ,από τον Αλιάκμονα Κοζάνης, ο Βασίλης Ζαχαρίας πανέξυπνος , που τόλμησε μετανάστης, ηλεκτρολόγος, στην Γερμάνια ,να κάνει μήνυση το Γερμανικό κράτος, και οι Γερμανοί, αφου τον εβαλαν φυλακη , τον στολισαν , και τον απέλασαν ισόβιως .
Ο Βασίλης, ήταν ο αγαπητός μας ,που όταν ερχόταν στο ραφείο, μας έλεγε με τέτοια πειστικότητα της περιπέτειες του, στην Γερμανια λες και διαβάζαμε [τον μικρό ήρωα]. Αλλά μέχρι τώρα ο μικρος μας ηρωας δεν πήγε ξανά στην ευγενική Γερμάνια.
Ο Βασίλης ήταν ο μονος που είχε αυτοκίνητο, φόλκς βαγκεν, μια παλιά χελώνα, έτσι στο γάμο του Δημήτρη, μας μπουσουργιασε, 9 ατομα, και μας πήγε, στον Λαγκαδα, στο καφενείο, του FON ALEKOY .
Άρχισε, το γαμήλιο γλέντι, και ο Βασίλης, σαν μεγαλύτερος και κοσμογυρισμένος, έβαλε στο γραμμόφωνο , το τραγούδι, αλήτη μ'ουπες μια βραδια χωρίς καμιά αιτια, ,με το ένα μανίκι απ ‘τό σακάκι του, βγαλμένο, σαν παλιός μάγκας, άρχισε να χορεύει μονος του, στην στρογγυλή, πίστα.
Μετά πήγε,[τα είχε σχεδιασει όλα] και έβαλε, τον δίσκο, θα πουλήσω το ρόλοι, και θα πάρω κομπολόι, να μετράω τους καημούς και τους αναστεναγμούς, και ενώ χόρευε μονός του, στην παλιά πίστα, βγάζει το ρόλοι,απ’τό χέρι του και άρχισε να το σπάει, στο τσιμεντο με οργή .
Εμείς τα χάσαμε γιατι εκείνη την εποχή τα ρολόγια ήταν ακριβά.
Την άλλη μέρα στο ραφείο, ο μεγάλος, καλαμπουρτζής Βασίλης, μας απεκάλυψε ότι το ρόλοι ήταν χαλασμένο.
Μετά από σαραντα ένια χρονιά, θυμόμαστε όλοι, το γλέντι στον γάμο, του Δημήτρη και της Καίτης, και φυσικά τον Βασίλη ,που τώρα είναι ένας καλός παππούς. Αλλά και το ραφείο ,του Γιωργη , που μας ζέσταινε τον χειμώνα, και στέγαζε τους καημούς, και τα βάσανα μας.
Ο FON ALEKOS , έγινε παππούς, και ξανάνοιξε με τον καιρό ,το καφενείο στον Λαγκάδα, και ερχόταν τακτικά στο Ιατρείο μου.
Μια μέρα , μου είπε, Νικο θα γίνω παπάς, τι λες, πρώτα εσένα ρωτώ, και μετά, θα πάω στην Ξανθη, να ρωτήσω τον Δημήτρη.
Εγώ ξαφνιαστικα, και του είπα, FON ALEKO να γινεις παπάς, και ο φίλος μου, ο Δημήτρης,δεν θα σου πει, όχι.
Έτσι , Ο FON ALEKOS , έγινε ένας σεβάσμιος, Πάτερ Αμβρόσιος , μέχρι τα εκατό του χρονιά περίπου, και εκοιμηθη , στο χωριο που γεννήθηκε ,στην ΝΙΚΟΠΟΛΗ, ΛΑΓΚΑΔΑ.
Ολοι, τον αγαπουσαμε , και τον,θαυμαζαμε και σαν μπαρμπα Αλεκο ,και σαν FON Αλεκο, και σαν Πατερ Αμβρόσιο. .
ΝΙΚΟΣ .Κ. ΑΖΜΑΝΗΣ ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΣ

   ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Λουτρών 62 - Λαγκαδάς

Phone: (23940) 25472

Mobile: 6937 027424

Email: info@lagadas24.gr  

© 2017 Expertin Danas