Δευτέρα, 03 Νοεμβρίου 2025 08:57

"ΠΑΛΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ" του Δημήτρη Χορόσκελη

"ΠΑΛΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ" Δημήτρη Χορόσκελη "ΠΑΛΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ" Δημήτρη Χορόσκελη "ΠΑΛΙΟ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ" Δημήτρη Χορόσκελη

Στάθηκε στο κατώφλι και κοίταξε το τοπίο που ήταν σκεπασμένο με την αχλύ του Οκτώβρη. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε ομίχλη, ήταν γνωστό το χωριό τους γι’ αυτή, αλλά κάθε φορά το θέαμα τον άφηνε έκθαμβο. Ήταν σαν ένα αόρατο και μυστικό χέρι να μεταμόρφωνε το τοπίο, δημιουργώντας μια μυστηριακή και παραμυθένια ατμόσφαιρα. Τα δέντρα δεν ήταν δέντρα, αλλά μυστηριώδη πανύψηλα όντα με πολλά και διχαλωτά πλοκάμια. Οι άνθρωποι δεν ήταν άνθρωποι αλλά αχνές σιλουέτες, που έμοιαζαν με τα φαντάσματα των παραμυθιών. Τα σκυλιά μπορεί να ήταν και λύκοι, τα άλογα δράκοι, οι γάτες καλλικάντζαροι, οι κότες στοιχειά που παραμόνευαν κουρνιασμένα σε μια άκρη… Όλα εκείνα που άκουγε στα παραμύθια και προσπαθούσε να τα φανταστεί, τις μέρες που είχε ομίχλη τα έβλεπε ολοζώντανα μπροστά του. Δεν καταλάβαινε γιατί όλοι την αντιπαθούσαν, για εκείνον ήταν ένα φαινόμενο μοναδικό, που μεταμόρφωνε έναν γνωστό τόπο σε μια παραμυθένια χώρα όπου όλα τα πράγματα έχαναν το αυστηρό τους περίγραμμά, όπου κάθε τι μπορούσε να είναι ο,τιδήποτε, όπως στην αρχή της Δημιουργίας, τότε που όλα τα πράγματα βρίσκονταν σε μια ρευστή και αξεδιάλυτη κατάσταση δυνητικού μάγματος, περιμένοντας την εντολή του Θεού για να εμφανιστούν με την οριστική τους μορφή. Για εκείνον, οι μέρες της ομίχλης ήταν ένα θαυμαστό ταξίδι στον Κόσμο-Πριν- Από-Τη-Δημιουργία… «Άντε, τι στέκεσαι τόση ώρα στην πόρτα! Θ’ αργήσεις για την παρέλαση!…». Η φωνή της μάνας του τον έβγαλε από το ονειροπόλημά του. Ναι, το σχολείο είχε ήδη ξαναρχίσει, εδώ και δυο μήνες, και σήμερα ήταν η παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου… Στο σαλόνι, το ραδιόφωνο έπαιζε από το πρωί διάφορα εμβατήρια…


Περπάτησε με σιγανό βήμα, για να απολαύσει την παραμυθένια ατμόσφαιρα της ομίχλης, μέχρι το σχολείο του, το 3ο Δημοτικό. Τα παιδιά είχαν αρχίσει ήδη να μαζεύονται, τα κορίτσια με τις γαλάζιες ποδιές τους, και τα αγόρια με γκρι παντελόνια, μπλε πουλόβερ, και άσπρα πουκάμισα. Ύστερα από λίγο η κυρα-Κατίνα, η καθαρίστρια, χτύπησε τη βροντερή κουδούνα της, έκαναν γραμμές, και ξεκίνησαν για την εκκλησία. Εκεί ήρθαν και τα άλλα δύο Δημοτικά και το Γυμνάσιο. Στο τέλος της λειτουργίας ο Διευθυντής του Γυμνασίου έκανε ομιλία για την ιδιαίτερη ιστορική σημασία εκείνης της μέρας. Όταν βγήκαν έξω είδαν ότι η ομίχλη είχε αρχίσει να διαλύεται. Πήγαν όλα τα σχολεία με τη σειρά και παρατάχτηκαν στην οδό Λουτρών, στο ύψος του βενζινάδικου του Πελίτη και του Στρατιωτικού Ξενώνα, μπροστά από τους φαντάρους και τα τζιπ. Πιο πίσω ήταν το ιδιωτικό Γυμνάσιο του Σταυρίδη, τα ΤΕΑ, η ομάδα της ΑΠΕΛ, οι Πρόσκοποι, και τα διάφορα σωματεία. Η μπάντα του Δήμου άρχισε να παίζει, ύστερα από λίγο, και ξεκίνησε η παρέλαση μέσα σε θύελλα ενθουσιασμού. Ένα μεγάλο πλήθος στριμωχνόταν δεξιά και αριστερά από τον κεντρικό δρόμο, κουνούσε μικρές χάρτινες γαλανόλευκες σημαιούλες, και χειροκροτούσε και σφύριζε θερμά. Οι δύο φωτογράφοι του χωριού, ο κυρ-Γιάννης και ο κυρ-Θόδωρος, τραβούσαν φωτογραφίες με πυρετώδεις ρυθμούς για να προλάβουν. Σε δυο-τρεις μέρες θα τις πήγαιναν στα σχολεία για να τις μοιράσουν.


Όταν πέρασαν όλοι και το πυκνό πλήθος άρχισε σιγά-σιγά να διαλύεται, ο Νώντας πήγε με τους φίλους του στην κινητή καντίνα του κυρ-Γιάννη του Τζίτζιρα και αγόρασαν κορνέτα γεμιστά με κρέμα. Άλλοι αγόρασαν κουλούρια από τον Χρηστάρα, τον γιο της κυρα-Κατίνας της Πατσαδούς, που τριγυρνούσε με το κασελάκι του και τα διαλαλούσε. «Κουλούρια! Φρέσκα τραγανά κουλούρια!». Ο Γιάννης κράτησε τα λεφτά του για να πάρει μια γκοφρέτα «Μέλο», από το περίπτερο του Μαρμούρη. Μάζευε τα χαρτάκια που υπήρχαν μέσα, με πληροφορίες για όλες τις χώρες του κόσμου και με μια ζωγραφιά με την εθνική φορεσιά της καθεμιάς. Τα κολλούσε σε ένα ειδικό άλμπουμ, και όταν θα το συμπλήρωνε θα κέρδιζε μια δερμάτινη μπάλα ποδοσφαίρου. Μια αληθινή, όχι όπως εκείνες οι λαστιχένιες που είχαν συνήθως, και που τρυπούσαν με το παραμικρό. Έκαναν βόλτες τριγύρω, όπως οι περισσότεροι, μιας και η ομίχλη είχε στο μεταξύ διαλυθεί και είχε βγει ένας λαμπρός ήλιος. Πολλοί κάθισαν σε κάποιο από τα τρία ζαχαροπλαστεία, του Λάτσιου, του Λαϊνίδη, και του «Ζαχαρά», κάποιοι άλλοι στις δύο μεγάλες ταβέρνες, στο «Μεθυσμένο Αηδονάκι» και στα «Πέντε Φ» (που σήμαινε, «Φίλε Φέρε Φίλους Φάτε Φύγετε», όπως του εξήγησε ο πατέρας του). Παντού υπήρχε μια γιορτινή ατμόσφαιρα. Πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασε μπροστά από τον μύλο του Γεωργιάδη. Παρά το γεγονός ότι ήταν αργία, υπήρχαν κάρα φορτωμένα με σακιά σιτάρι, που περίμεναν τη σειρά τους για να αλέσουν. Μαζί με τους μύλους του Σιώπη και του Καραγιώργη ήταν οι μόνοι στην περιοχή, και τέτοιες εποχές είχαν πολλή δουλειά. Κάποιοι άλλοι πήγαιναν τις τελευταίες παρτίδες ντομάτας στο σαλτσοποιείο της Ένωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών…


Όταν γύρισε στο σπίτι η μάνα του είχε ήδη επιστρέψει από την παρέλαση και έφτιαχνε πετιμέζι, από φρέσκο μούστο μαύρων σταφυλιών. Ο πατέρας του πρέπει να ήταν ακόμη στο καφενείο του Κυράνου. «Έφτιαξα και μουσταλευριά που σου αρέσει, αλλά μη τη φας τώρα. Πρώτα θα πάμε στον θείο σου τον Λάμπρο. Θα πατήσουμε σταφύλια για κρασί. Άργησε φέτος γιατί ήταν όψιμα, λόγω του καιρού. Θα φάμε εκεί…». Ύστερα από λίγο έφτασαν και είδαν ότι όλα ήταν έτοιμα: το χτιστό πέτρινο πατητήρι πλυμένο και καθαρό, τα σταφύλια στοιβαγμένα μέσα σε πλεχτά κοφίνια, τα ξύλινα βαρέλια καθαρισμένα με βραστό νερό. Είχαν έρθει κι άλλοι συγγενείς και γείτονες, κι ο πατέρας του ήταν ήδη εκεί. Έβαζαν μια ποσότητα σταφυλιών στο πατητήρι και ύστερα άρχιζαν να τα πατάνε ανά δυο-τρεις κι εναλλάξ, για να μην κουράζονται. Από το στόμιο έβγαινε ο μούστος που τον μάζευαν σε λαμαρινένιους κουβάδες κι ύστερα τον έχυναν με χωνιά στα βαρέλια, όπου θα γινόταν η ζύμωση και η μετατροπή του σε κρασί. Τα ξεζουμισμένα στέμφυλα τα μάζευαν, για να κάνουν από αυτά τσίπουρο. «Α! Σαμπάνια θα βγάλω φέτος! Σαμπάνια!», φώναζε κάθε τόσο, ενθουσιασμένος, ο θείος του. Παραδίπλα ήταν στρωμένο ένα τραπέζι με κανάτες κρασί, καραφάκια με ούζο και τσίπουρο, καθώς και πολλούς μεζέδες: διάφορες πίτες, τυρί, κασέρι, λουκάνικα, παστουρμά, παστές σαρδέλες, ρέγκα καπνιστή. Η κάθε οικογένεια που είχε έρθει είχε φέρει και κάτι για το γλέντι. Κάποιοι μερακλήδες καλλίφωνοι άρχισαν να τραγουδάνε παλιά τραγούδια…


Σε κάποια στιγμή ήρθε ο ξάδερφός του, ο Λιάκος, και του ζήτησε να τον ακολουθήσει. Πήγαν στον αχυρώνα και του έδειξε με καμάρι το ποδήλατο που είχε αγοράσει την προηγούμενη μέρα ο πατέρας του: ένα χρυσαφί γερμανικό «Γκαίμπελ», με δυναμό, φανάρι, κουδούνι, σχάρα, ορθοστάτη, κλειδαριά, δυο σημαιούλες στο μπροστινό φτερό, νάϋλον χαίτες να κρέμονται από τα δυο χερούλια του τιμονιού… Ένα πανέμορφο γερμανικό «Γκαίμπελ» κομπλέ!… «Πάμε στη Λίμνη;! Ευκαιρία είναι, έτσι όπως είναι όλοι απασχολημένοι με το γλέντι!», του είπε. Πήραν το ποδήλατο, είπαν στους γονείς τους ότι θα έκαναν μια μικρή βόλτα, και τράβηξαν καρφί για τη λίμνη, ο ένας μπροστά, ο άλλος πίσω στη σχάρα. Στο δρόμο άλλαζαν θέσεις, για να μην κουράζονται και για να μην αργήσουν και τους πάρουν χαμπάρι οι μεγάλοι. Όταν έφτασαν κατέβηκαν λαχανιασμένοι και απόλαυσαν το θέαμα. Στα καθαρά νερά της λίμνης, ανάμεσα στις καλαμιές, λικνίζονταν οι βάρκες των ψαράδων. Νερόκοτες, πάπιες, τσακνιάδες, βουτηχτάρια, κουταλάδες, ερωδιοί, και άλλα πουλιά κολυμπούσαν, φτερούγιζαν, πετούσαν, έψαχναν την τροφή τους στο νερό… Ψαράδες έβγαζαν απ’ τα δίχτυα την ψαριά της ημέρας, τα ξακουστά γριβάδια… Στην απέναντι όχθη διακρίνονταν τα σπίτια του χωριού Άη-Βασίλης… Το βλέμμα του Λιάκου σε κάποια στιγμή συννέφιασε, φάνηκε να χάνεται σε μακρινά κι αδιανόητα τοπία που έβλεπε μόνο ο ίδιος… «Σε μερικά χρόνια όλη αυτή η ομορφιά θα είναι παρελθόν…», είπε μελαγχολικά, σαν υπνωτισμένος. «Μα τι λες τώρα… αλαφροΐσκιωτε!…». (Έτσι φώναζαν τον Λιάκο, επειδή έλεγε ότι έβλεπε διάφορα μελλούμενα, αλλά κανείς δεν τον έπαιρνε στα σοβαρά). «Πάμε, άρχισε να σκοτεινιάζει…Θ’ αργήσουμε και θα μας μαλώσουν…». Καβάλησαν το ποδήλατο και τράβηξαν γρήγορα πίσω, για το χωριό, πάνω που άρχισε να σουρουπώνει…

   ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Λουτρών 62 - Λαγκαδάς

Phone: (23940) 25472

Mobile: 6937 027424

Email: info@lagadas24.gr  

© 2017 Expertin Danas