Σάββατο, 19 Απριλίου 2025 14:14

"Άνοιξη" του Δημήτρη Χορόσκελη

ΑΝΟΙΞΗ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ ΑΝΟΙΞΗ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ ΑΝΟΙΞΗ ΧΟΡΟΣΚΕΛΗΣ

Κοίταζε στοργικά τα χελιδόνια και τα λελέκια που είχαν έρθει και φέτος, εδώ κι εβδομάδες, πιστά στο καθιερωμένο ραντεβού τους. Η άφιξή τους ήταν ένα σημαντικό γεγονός, επειδή σηματοδοτούσε και τον ερχομό της άνοιξης. Άλλα εγκαταστάθηκαν στις παλιές φωλιές τους, άλλα έφτιαχναν καινούργιες. Κάποιες έμειναν άδειες, απόδειξη ότι οι ένοικοί τους δεν τα κατάφεραν στο μακρινό και δύσκολο ταξίδι… Τον στενοχωρούσαν εκείνες οι άδειες φωλιές, ένοιωθε σαν να είχε χάσει αγαπημένους φίλους… «Έλα, σου έφτιαξα καινούργιο Μάρτη, και κοίτα μη σου κοπεί, πάλι, με τις παλαβομάρες σου, και τον ξαναχάσεις…», του είπε η μάνα του. Της έτεινε τον δεξί καρπό του κι εκείνη του έδεσε εκεί το νημάτινο βραχιόλι, πλεγμένο από μια άσπρη και μια κόκκινη κλωστή, για προστασία από τον ήλιο…
Πέρασε με λαμπρούς εορτασμούς η Λαμπρή κι έφτασε επιτέλους και η Πρωτομαγιά. Η μάνα του είχε ετοιμάσει αποβραδίς ένα σωρό φαγητά. Ο πατέρας του έζεψε το άλογο στο κάρο, ανέβηκαν όλοι επάνω και τράβηξαν για το βουνό, για τη Μάρω. Ήταν πρωί ακόμη, ο κάμπος ήταν σκεπασμένος με μια ελαφριά αχλύ, μοσχοβολούσε από τα αγριολούλουδα και αντηχούσε από τιτιβίσματα πουλιών: καρδερίνες, σιταρήθρες, γαλιάντρες, φλώροι, κορυδαλλοί, παπαδίτσες, μελισσοφάγοι, συκοφάγοι, κιρκινέζια, γεράκια, συνέθεταν τη μελωδική Συμφωνία της Άνοιξης. Στον δρόμο συνάντησαν κι άλλα κάρα γεμάτα κόσμο. Όταν έφτασαν, ξέζεψαν το άλογο και το έδεσαν σε έναν ίσκιο με πολύ χορτάρι, για να βοσκάει. Ύστερα, άπλωσαν κουρελούδες κάτω από ένα δέντρο, κατέβασαν τα πράγματα, και έστησαν την ψησταριά. Το ίδιο έκαναν και οι άλλες παρέες. Αραιά και πού ακούγονταν τραγούδια, από κάποιους λίγους που είχαν φέρει μαζί τους τα πρώτα τρανζίστορ. Οι γυναίκες άρχισαν να μαζεύουν αγριολούλουδα, για το μαγιάτικο στεφάνι, οι άντρες ασχολούνταν με το ψήσιμο, σιγοπίνοντας ούζο, τσίπουρο, και τσιμπολογώντας μεζέδες, και τα παιδιά έπαιζαν παιχνίδια ή επιδίδονταν σε εξερευνήσεις. Κάποιοι πήγαν στο ποτάμι για ψάρεμα.
Το μεσημέρι έφαγαν με περίσσια όρεξη τα φαγητά. Σχηματίστηκαν διάφορες μεγάλες παρέες και κάποιοι μερακλήδες, υπό την επήρεια του ποτού, το έριξαν στο τραγούδι και τον χορό. Το απομεσήμερο, σιγά-σιγά όλη εκείνη η φασαρία άρχισε να κοπάζει: ένας-ένας, οι εκδρομείς έπεφταν κάτω από τους παχείς ίσκιους των δέντρων για τον μεσημεριανό ύπνο. Ακούγονταν μόνο οι φωνές από τα παιδιά, που συνέχιζαν ακούραστα να παίζουν και να τριγυρνούν. Το απόγευμα, όλος εκείνος ο κόσμος πήρε σιγά-σιγά τον δρόμο της επιστροφής. Από το πολύχρωμο καραβάνι ξεχώριζε, όπως πάντα, το κάρο του αγωγιάτη, του Κακαλέκα: άψογα ζωγραφισμένο και συντηρημένο, με τα χάμουρα του αλόγου γεμάτα μελωδικά μπρούντζινα κουδουνάκια και πολύχρωμες φούντες… Όταν έφτασαν στο σπίτι, κρέμασαν το μαγιάτικο στεφάνι στη αυλόπορτα. Στη γιορτή του Άη-Γιαννιού, στις 21 Ιουνίου, θα άναβαν τρεις φωτιές, θα το έριχναν μέσα, και θα πηδούσαν από πάνω τους τρεις φορές, όπως ήταν το παλιό έθιμο του Κλήδονα…


Το βράδυ, μιας και ήταν αργία, βγήκαν στη Βόλτα. Όλο σχεδόν το χωριό, παρέες-παρέες, ανεβοκατέβαινε τον κεντρικό δρόμο, με σακουλάκια γεμάτα κολοκυθόσπορους, ηλιόσπορους, στραγάλια, φιστίκια στα χέρια, αγορασμένα από το μαγαζί του Στραγαλά ή από το καροτσάκι του κυρ-Πασχάλη, και συζητούσαν, αστειεύονταν, ερωτοτροπούσαν. Υπήρχαν και πολλοί εξοδούχοι φαντάροι, από τα δύο κοντινά στρατόπεδα. Το καλοκαίρι το πλήθος εκείνο μεγάλωνε ακόμη περισσότερο, λόγω των ξένων που έρχονταν για τα ετήσια ιαματικά μπάνια τους, στα Λουτρά. Τις Αποκριές, εκεί γινόταν η καθιερωμένη παρέλαση με τα διάφορα άρματα (που έφτιαχναν οι αξιοθαύμαστοι αδερφοί Νικολή) και τους λοιπούς μασκαράδες, και το άλλο πρωί ο δρόμος ήταν στρωμένος με ένα πολύχρωμο χαλί από σερπαντίνες και κομφετί…


«Ο Γιώργος Θαλάσσης, το θρυλικό Παιδί-Φάντασμα, και η Κατερίνα βρίσκονταν σε πολύ δύσκολη θέση, περικυκλωμένοι από πέντε Γερμανούς στρατιώτες, που κρατούσαν όμηρο τον Σπίθα. Ο Γιώργος ζύγισε γρήγορα την κατάσταση, ψάχνοντας πυρετωδώς με το μυαλό του κάποια λύση… Και τότε πετάχτηκε, σαν από το πουθενά, το Τζιτζίκι, και άρχισε να φτύνει από το στόμα του, προς τη μεριά των έκπληκτων Γερμανών, τα περίφημα σιδερένια κουρσούμια του!…». «Νώντα! Έλα γρήγορα, ήρθαν οι Κούνιες!…», τον διέκοψε από το διάβασμα η χαρούμενη φωνή του Μάνθου από την αυλή. Κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες και πήγαν γρήγορα στο Ανοιχτό. Εκεί, βρίσκονταν σωριασμένα σε διαφορετικά σημεία σίδερα, σανίδες, καραβόπανα, ξύλινα αλογάκια, πηδαλοκίνητα αυτοκινητάκια, καραβάκια… Κάποιοι είχαν ήδη αρχίσει να στήνουν. Σε λίγη ώρα όλοι εκείνοι οι άμορφοι σωροί θα γίνονταν οι διάφορες Κούνιες, τα Αυτοκινητάκια, ο Γύρος του Θανάτου, η Πισίνα με τα Παπάκια και τους Κρίκους, το Σκοπευτήριο, το Δυναμόμετρο, η Ασώματος Κεφαλή, ο Μασίστας… Μια μικρή Μαγική Πόλη…Δίχως να το καταλάβουν είχε έρθει η εποχή των Αναστεναριών, το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου κι Ελένης. Η ίδια η γιορτή κρατούσε τρεις μέρες, αν και οι «Κούνιες» έμεναν δεκαπέντε. Το χωριό τους γινόταν πάλι το επίκεντρο του ενδιαφέροντος, προσελκύοντας ανθρώπους από όλη την Ελλάδα αλλά και από το εξωτερικό, οι οποίοι προσπαθούσαν να καταλάβουν το μυστήριο της ακαΐας των Αναστενάρηδων. Ακόμη και επιστήμονες είχαν ασχοληθεί με το ανεξήγητο φαινόμενο, το οποίο οι Αναστενάρηδες απέδιδαν στην προστασία των δύο Αγίων. Θυμούνταν μια χρονιά που ο αρχιαναστενάρης, ο κυρ-Σωτήρης ο Λιούρος, χόρευε με ηλεκτρόδια στο κεφάλι, ίδιος εξωγήινος! Το ίδιο βράδυ τους άφησαν να ανέβουν στα Μεγάλα Καραβάκια, απόδειξη ότι είχαν πια μεγαλώσει. Το τριήμερο του Πανηγυριού αγόρασαν αναψυκτικά από τον Καραγεωργίου, τα έβαζαν λίγα-λίγα μέσα σε κουβάδες με πάγο, και τα πουλούσαν στους διψασμένους θεατές για να βγάλουν ένα χαρτζιλίκι.


Η εποχή του πανηγυριού σήμαινε ότι είχε έρθει και ο καιρός για να πετάξουν μπαλόνια (έτσι έλεγαν τους χαρταετούς). Πρώτα έφτιαχναν τον οκτάγωνο σκελετό με τέσσερα κομμάτια καλαμιών, γερά δεμένα στο κέντρο. Ύστερα τον έντυναν με πολύχρωμες χάρτινες κόλλες, ενωμένες με αλευρόκολλα. Κατόπιν έφτιαχναν την ουρά με κλωστή και λεπτές λωρίδες από κόλλες. Το πιο δύσκολο ήταν να φτιάξουν τα ζύγια, που θα επέτρεπαν στον χαρταετό να πετάξει. Αν δεν ήταν φτιαγμένα σωστά δεν θα πετούσε με τίποτα. Στο τέλος τον έδεναν από τα ζύγια στην άκρη ενός μεγάλου κουβαριού από γερό σπάγκο, που ήταν τυλιγμένος σε ένα μικρό κομμάτι ξύλο, και ήταν έτοιμος για την απογείωση. Υπήρχαν παιδιά που κατάφερναν να τους πετάξουν τόσο ψηλά που μόλις και μετά βίας μπορούσες να τους διακρίνεις στο γαλάζιο του ουρανού… Έμοιαζαν με μνήμες αχνές, από εκείνα «τα χιόνια τα παλιά»……


(Επίσης, λαμπυρίζουν επίμονα στο μυαλό μου, οι καραμέλες «Φλόκα», οι παγονιέρες, τα «Μίκυ-Μάους», ο «Μικρός Σερίφης», η «Μάσκα», το «Μυστήριο», οι ρεκλάμες της «Μαλαματίνας», του «Αλγκόν», του σαπουνιού «Παπουτσάνη», οι λάμπες ασετυλίνης, οι ταινίες του Σαρλό, του Χοντρού και του Λιγνού, τα ξύλινα σπαθιά, τα αυτοσχέδια τόξα, οι σβούρες, τα πρώτα πικ-απ, τα τζουκ-μποξ, τα αποκριάτικα πιστόλια με την κορδέλα καψουλιών, τα νεροπίστολα, ο Λουί ντε Φυνές και ο Τζέρυ Λιούις, ο Ρίνγκο και ο Τζάνγκο, τα σακουλάκια του «Κλιν» με τα μπαρμπαδάκια, τα τενεκεδένια κουρδιστά παιχνίδια, τα μολυβένια στρατιωτάκια, τα αυτοσχέδια πατίνια με σανίδες και ρουλεμάν, τα Πουλάκια της Τύχης, τα πρώτα μηχανάκια «Ζούνταπ» και «Φλορέττα», το μπιλιαρδάδικο του Καμπάκα, οι Ψησταριές του Φαρούκ και του Μήτα, η ταβέρνα του Ρουμάνου-με-την-κιθάρα-του, το ποδηλατάδικο του κυρ-Βασίλη του Ιταλού, η Πασχαλινή γιορτή στο Στρατόπεδο Μπαρέτη, τα πετρόχτιστα πολυβολεία, οι αγροφύλακες… «Πού να μαζεύεις τα χίλια κομματάκια του κάθε ανθρώπου;», που λέει και ο Σεφέρης…).
Άνοιξη, καλοκαίρι, φθινόπωρο, χειμώνας της δεκαετίας του ’60… Τότε που υπήρχαν οι τέσσερις εποχές (τώρα έμειναν δύο), η λίμνη Κορώνεια (τώρα κρανίου τόπος), η Φύση αλώβητη (τώρα πληγωμένη και αφύσικη), τα δημιουργικά παιχνίδια των παιδιών (τώρα είναι όλα τους κολλημένα σε μια οθόνη), τα Αναστενάρια (τώρα γίναμε όλοι αναστενάρηδες), επαγγέλματα με ιστορία χιλιετιών (τώρα το βιομηχανικό φασόν αντικατέστησε το ποιοτικό χειροποίητο)… Μέχρι που άρχισε η επέλαση του τεχνητού και του μαζικού… Έχω έναν μόνιμο πόνο στη μνήμη… Άγριο πράγμα η ζωή… Συνεχώς νοιώθεις πρόσφυγας του παρελθόντος και του μέλλοντος… Σε ένα διαρκές οδυνηρό παρόν…

   ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Λουτρών 62 - Λαγκαδάς

Phone: (23940) 25472

Mobile: 6937 027424

Email: info@lagadas24.gr  

© 2017 Expertin Danas