Τετάρτη, 13 Δεκεμβρίου 2017 12:45

"ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΑΠΟ ΤΑ ΧΩΡΑΦΙΑ ΤΟΥ ΚΑΜΠΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ ΛΑΓΚΑΔΑ" ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΑΖΜΑΝΗ

Μες στο χάραμα ακουγόταν , σαν πρωινή μουσική ο καλπασμός των άλογων που έτρεχαν στην άσφαλτο των Λουτρών, γιατι όλοι ήθελαν να μην τους προλάβει ο ήλιος και η ζεστή . Όταν διασταυρώνονταν , μια χαμογελαστή και καλοσυνάτη καλημέρα , και ένα ελαφρύ σήκωμα του χεριού , γιατι όλοι ήταν γνωστοί και φίλοι από παιδιά.
Σε λίγο αφήσαμε ,την άσφαλτο, των Λουτρών, και πηγαίναμε, πιο αργά, γιατί ο δρόμος ήταν χωματόδρομος , με λακκούβες.
Φτάσαμε , στην βρύση του Καραγιώργη, που έτρεχε μέρα και νύχτα, και γεμίσαμε το μπαρντάκι, με κρύο νερό ,
Πριν βγει ο ήλιος φτάσαμε στο χωράφι. Το χωράφι ήταν κοντά στα καλάμια της λίμνης , εκεί έκρυβαν οι ψαράδες, τα μαύρα καραβιά τους .
Αυτή την ώρα, τα καραβια, αθόρυβα άρχιζαν να γλιστρούν σαλπάροντας , μες το πρωινό αγιάζι, για να ρίξουν, οι ψαράδες, τα δίχτυα τους , στα βαθιά νερά.
Κοντά στις καλύβες των ψαράδων , έδεσα το άλογο που έβοσκε όλη μέρα.

Στις καλύβες τους, οι ψαράδες , έκρυβαν ,τα κουπιά τους, τα δίχτυα τους, τις σημαδούρες τους, τις απόχες τους , τους μουσαμάδες τους, για την βροχή .
Τις φουφούδες, τα καρβουνα, τα τηγάνια , τα πρόχειρα κουζινικα τους, και το γιατάκι τους, για να ξαποσταίνουν ποτε - ποτε.

Φυσικά , και δεν έλειπε , ποτέ το τσίπουρο, και οι λιπαργιες, δυνατά φάρμακα , ιδιαίτερα τον χειμώνα, για την υγρασία , το κρύο, και την ομίχλη που πάντα , κούρνιαζαν στην λίμνη
Γύρισα, ξανά στο κάρο, και κατεβάσαμε τις κάσες, τα τελάρα , τις ψάθες,
το μπαρντάκι, με το κρύο νερό , και τον ντορβά μας με το φτωχικό κολατσιό μας,
τα βάλαμε , κάτω απ' την πιο σίγουρη σκιά , στο τσαρντακι , που έφτιαξε, ο πατέρας μου με τις καλαμωτές, και τα σάζια. της λίμνης, γιατί στο χωράφι αυτό δεν είχε , ούτε δένδρα , μήτε νερό.
Με τους τενεκέδες, στα χεριά , αρχίσαμε, το μάζεμα της ντομάτας . Τις αδιάζαμε σιγά-σιγά κάτω απ' το τσαρντακι, πανω στις ψάθες , και αφού τελειώναμε μέχρι το μεσημέρι το μάζεμα, τρώγαμε το κολατσιό μας.
Μετά συνεχίζαμε ,την συσκευασία κάτω απ ‘τήν σκιά, αποφεύγοντας το λιοπύρι, μέχρι νάρθη το σούρουπο , με το δροσερό αεράκι του Χορτιάτη και της λίμνης.
.
Το χωράφι αυτο , 3,5 στρέμματα περίπου, το έδωσε στον πατερά μου , το Υδραυλικο, όπως και όλα τα παραλίμνια, σε φτωχούς αγρότες.
Ήταν χωράφια , που δημιουργήθηκαν , από το τράβηγμα της λίμνης. Είχαν πλούσιο χώμα , και δεν τα ποτίζαμε, γιατί είχαν υγρασία, από την λίμνη.
Αφήναμε , να απλώνουν , οι ντοματιές, στο παχύ χώμα , έβγαζαν και τα κλαδιά και άλλες ρίζες , βοηθώντας έτσι να γίνονται, οι ντομάτες , μισή οκά , [τότε μονάδα βάρους ήταν η οκά].
Γί’αυτο και έβγαλαν οι Λαγκαδιανοι, αγρότες [ τρεις ντομάτες λαγκαδιωτκες κάνουν μιάμιση οκά.
Πράγματι μαζεύαμε από αυτο το χωράφι μια ποικιλία χωραφισιας, ντομάτας, που η κάθε μια ζύγιζε μισή οκά.
Το διαλεγμα , και η συσκευασία , γινόταν το καταμεσήμερο, κάτω από την σκιά , μέχρι να δύση ο Ήλιος.
Με την δύση του Ηλίου ,πήγαινα και έπαιρνα το άλογο , που βοσκάγε, κοντά , στις καλύβες των ψαράδων .
Σε λίγο έφθανε με το φορτηγό , ο μπάρμπα Γιώργος ο Σαρικος , και φορτώναμε τις κάσες , με την μπερεκετλίδικη σοδιά, ,για να τις πάνε , στην παλιά λαχαναγορά [καπανι] , στην οδό , Αγιου Δημητρίου, στον καλοσυνατο καβάφη, που που έφυγε πολύ νέος, Χρυσόστομο Γκαγκατση.

Αλλη μέρα , πηγαίναμε , στο άλλο το χωράφι , στη ν Καρακοβα , μιράζι , από τον παππού μου τον Γιωργη. .
Κι σ’αύτο , το χωράφι , είχε ντομάτες, ο πατέρας μου , που τις πότιζε , με το μικρό βενζινοκίνητο μοτέρ , με νερό που αντλούσε, από ένα, χαντάκι, που είχε δένδρα, βατράχια , νεροφίδες και νούφαρα , ένα μπατάκι , που αναβλυζε.
Δεν ήταν, τόσο γόνιμο το χώμα , δεν έβγαζε μεγάλες ντομάτες, όπως το χωράφι, στο γιαλό.
Το πούλησε, ο πατέρας μου, στον μπάρμπα Γιωργη τον Κατσανη, για τούβλα. Σήμερα , είναι ιδιοκτησία, της βιομηχανίας του φίλου μου, Γ. Ρόκκου.

Άλλη μέρα , πηγαίναμε, στο αμπέλι, να μαζέψουμε τα σταφυλια . Το αμπέλι ήταν ένα όμορφο μικρό κτήμα , με σταφύλια [ ροζακί, μοσχάτα, σινζα , και φράουλες].
Τα περισσότερα τα στέλναμε στο καπανι , γιατί ήταν επιτραπέζια, κρατούσαμε όμως σινζα , ροζακί, και μοσχάτα , για να κάνουμε κρασί , και ρετσέλι.
Είχαμε, τα πατητήρια μας , τα βαρέλια , που έβραζε ο μούστος , τα βαρέλια που βάζαμε το κρασί , στο κελάρι στο υπόγειο του σπιτιού , μετά τον μούστο.
Βγάζαμε γλυκό, κρασί απ’ τα μοσχάτα και τις φράουλες. Και μπρούσκο , κρασί απ’ τα σινζα , και τα ροζακί , που το πουλούσαμε, όλο τον χρόνο.
Τα υπολείμματα, απ’τα πατητήρια , τα πηγαίναμε στο καζάνι , του Γκελιου , οπου βγάζαμε, απόσταγμα 18-20 γράδα , τσίπουρο. Ολο το χειμώνα , το κρασί και το τσίπουρο , μαζί με τις χοιρινές μπριζολες, και τις τσιγάριδες , μέσα στις λατκες με το χοιρινό βούτυρο, μας συντρόφευαν , στο αγροτικό μας τραπέζι.

Διπλα στο αμπέλι, είχαμε ένα στρέμμα , που ήταν αμμούδα. Σπέρναμε, καρπούζια και πεπόνια , είχαν τόσο μπερεκέτι , που γέμιζε όλο το υπόγειο του σπιτιού μας. με καρπούζια και πεπόνια
Στο αμπέλι και το μποστάνι , είχαμε ένα διώροφο, τσαρντακι , που στο δεύτερο πάτωμα , μέρα και νυχτα , ξάπλωνε , ο μπιχτσης .
Μαζί με τα δικά μας , φυλαγε και τα γυρω , μποστάνια και αμπέλια , των γειτόνων, και τον πληρώναμε , όλοι ανάλογα με τα στρέμματα.
.
Άλλη μέρα πηγαίναμε , στο Ατσοβο ,προς το Κολχικό, κοντά στο βουνό , ενα χωράφι , χιλια οχτακοσια μέτρα, άγονο, με λίγες αμυγδαλιές , και μαζεύαμε τα αμύγδαλα, [χωράφι για να σπειρης λαμπογυαλια,] έλεγε, ο καλοσυνάτος και εντιμότατος μπάρμπα Κωτσος , που μαζί με την μανα μου την Βαγγελούδα , με μεγάλωσαν και με σπούδασαν , φτωχικά μεν , αλλά με πολλή αγάπη.
ΝΙΚΟΣ Κ. ΑΖΜΑΝΗΣ ΠΑΙΔΙΑΤΡΟΣ

   ΣΗΜΑΝΤΙΚΟΤΕΡΑ ΑΡΘΡΑ

ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑ

 

Λουτρών 62 - Λαγκαδάς

Phone: (23940) 25472

Mobile: 6937 027424

Email: info@lagadas24.gr  

© 2017 Expertin Danas